- μαστοειδῶν
- μαστοειδήςlike a breastmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαστοειδεκτομή — η ιατρ. ανάτρηση τής μαστοειδούς απόφυσης τού κροταφικού οστού και εκτομή τών μαστοειδών κυψελών καθώς και ευρεία διάνοιξη και απόξεση τού μαστοειδούς άντρου σε περίπτωση μαστοειδίτιδας … Dictionary of Greek
ημιμορφίτης ή καλαμίνα — Ένα από τα κυριότερα μεταπυριτικά άλατα του ψευδαργύρου (τσίγκου), που καθορίζεται χημικά με τον τύπο Zn4Si2O7(OH)2.(H2O). Κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό συστήμα, έχει σκληρότητα 4,5 5 και πυκνότητα 3,4 3,5 gr/cm3. Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος·… … Dictionary of Greek
μαμιλάρια — (Mammillaria). Γένος δικοτυλήδονων αγγειοσπέρμων φυτών της οικογένειας των κακτιδών, με περισσότερα από 200 είδη, ιθαγενή του Μεξικού, της Αριζόνας και της νότιας Καλιφόρνιας. Τα φυτά αυτά έχουν σφαιρικό σαρκώδη βλαστό που απολήγει σε μια βάση… … Dictionary of Greek